- ἔμφορος
- ἔμφορος, ον,A productive, profitable,
γῆ PLond.3.882.13
(ii B. C.);περιστερεών PEdgar 49.3
(iii B. C.).II ἔμφορα προσβεβλημένα· ἀγέλη προβάτων (ad ἐμφόρβιον pertinens), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆ PLond.3.882.13
(ii B. C.);περιστερεών PEdgar 49.3
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμφορος — ἔμφορος, ον (AM) 1. μσν. επιρρεπής 2. αρχ. παραγωγικός, γόνιμος 2. αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο … Dictionary of Greek
ἔμφορος — productive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορον — ἔμφορος productive masc/fem acc sg ἔμφορος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορα — ἔμφορος productive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφοροι — ἔμφορος productive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματέμφορος — ον Μ πνευματοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + ἔμφορος (< ἐμφέρω)] … Dictionary of Greek